- σιγουράρω
- (αόρ. (ε)σιγουράρισα) μετ.1) обеспечивать; упрочивать; обезопасить;
σιγουράρω τα γερατειά μου — обеспечивать свою старость;
2) мор. спускать (флаг); убирать (паруса)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιγουράρω τα γερατειά μου — обеспечивать свою старость;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιγουράρω — Ν 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, εξασφαλίζω («σιγούραρε το καΐκι του» αγκυροβόλησε το καΐκι του σε ασφαλές λιμάνι) 2. ναυτ. (σχετικά με πανί) χαμηλώνω ή χαλαρώνω 3. (αμτβ.) ασφαλίζομαι («τώρα που υπογράψαμε συμβόλαιο, σιγουράρισα») 4. (η προστ … Dictionary of Greek
σιγουράρω — (λ. ιταλ.), σιγουράρισα, εξασφαλίζω κάτι: Δεν έχει σιγουράρει τα γηρατειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγουραρίζω — Ν σιγουράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγουράρω κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
σιγούρα — Ν (ξεν.) ναυτ. βλ. σιγουράρω … Dictionary of Greek
σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγουρεύω — σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω που… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξασφαλίζω — εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)